αποκαθήλωση

αποκαθήλωση
Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε καθαρό σεντόνι και το ενταφίασαν σε μνημείο. Ο όρθρος του Μεγάλου Σαββάτου αρχίζει με το τροπάριο της Α., ένα λιτό τροπάριο που εξιστορεί τα γεγονότα. Στην εκκλησία του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, το πρώτο προσκύνημα είναι η Α. Βρίσκεται ακριβώς στη θέση που ο Ιωσήφ, σύμφωνα με την παράδοση, ξάπλωσε το σώμα του Ιησού, ώστε να το ετοιμάσει για ενταφιασμό. Η θέση αυτή σκεπάζεται με ερυθρόλευκη μαρμάρινη πλάκα και έχει χαραγμένα ελληνικά κεφαλαία γράμματα: «Ο ευσχήμων Ιωσήφ... κηδεύσας απέθετο». Σε κάθε μεγάλη γιορτή ανάβονται εκεί τεράστιες λαμπάδες, που καίνε σε πολυάριθμους κηροστάτες. Κάθε χρόνο, τη Μεγάλη Παρασκευή γίνεται και αναπαράσταση του γεγονότος. Στη βυζαντινή τέχνη, οι ζωγράφοι που εικονίζουν την Α. παρατείνουν τη σκηνή έως τη στιγμή που το σώμα βρίσκεται κάτω από τον σταυρό. Οι πρώτες παραστάσεις του είδους βρίσκονται σε σπήλαια και εκκλησίες της Καππαδοκίας του 9ου-10ου αι. Από τον 13o αι. αρχίζουν να εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα, όπως η Μητέρα (Μαρία), οι Μυροφόροι και ένας από τους μαθητές του Ιησού. Η Α. έχει εμπνεύσει και μεγάλους ζωγράφους, όπως τον Ρούμπενς, τον Ελ Γκρέκο και τον Μιχαήλ Άγγελο, που φιλοτέχνησαν εξαίρετα έργα. Στην Ελλάδα, αξιόλογες είναι οι τοιχογραφίες με θέμα την A. που βρίσκονται στην Όμορφη Εκκλησία της Αίγινας, στην Περίβλεπτο του Μιστρά και στο Άγιον Όρος. Λεπτομέρεια από φορητή εικόνα του 16ου αι., με θέμα την Αποκαθήλωση (Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα).
* * *
η (Μ ἀποκαθήλωσις) [καθήλωση]
το κατέβασμα του σώματος του Χριστού από τον Σταυρό
μσν.
το ξεκάρφωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αποκαθήλωση — η το ξεκάρφωμα, το κατέβασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… …   Dictionary of Greek

  • Ανσάλντο, Αντρέα — (Andrea Ansaldo, Βόλτρι 1584 – Γένοβα 1638). Ιταλός ζωγράφος. Η ζωγραφική του είναι επηρεασμένη από τους Βερονέζε, Ρούμπενς, Βαν Ντάικ και Στρότσι. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την τελειότητα της προοπτικής και τη ζωηρότητα των χρωματισμών… …   Dictionary of Greek

  • Αντελάμι, Μπενεντέτο — (Benedetto Antelami, 1150; – 1225;). Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. To επώνυμό του υποδηλώνει ότι ανήκε στην ομάδα των αντελαμών δασκάλων, που κατάγονταν από τη λίμνη του Κόμο και εργάστηκαν ως αρχιτέκτονες και διακοσμητές στη βόρεια Ιταλία… …   Dictionary of Greek

  • Βαν ντερ Βάιντεν, Ρότζερ — (Roger Van der Weyden, Τουρνέ περ. 1400 – Βρυξέλλες 1464). Φλαμανδός ζωγράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ροζέ ντε λα Παστίρ (Roger de la Pasture), και το Β.ν.Β. είναι η μετάφραση στα φλαμανδικά. Γιος μαχαιροποιού, άρχισε να εργάζεται στη… …   Dictionary of Greek

  • Κιτσόπουλος, Γιώργος — (Αθήνα 1919 –). Γεωπόνος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη γεωπονική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Διετέλεσε γενικός διευθυντής του Κρατικού… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στην κοινότητα Καρυών της Χίου, στο Προβάτιον όρος, αφιερωμένο στην Παναγία. Η Ν.Μ. ιδρύθηκε τον 11ο αι. και είναι περίφημη προπάντων για τον ψηφιδωτό διάκοσμο του καθολικού της. Κατά την παράδοση, επιβεβαιώμενη και από… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”